Το φαινόμενο της «διαρροής εγκεφάλων» παραμένει ένα από τα πιο σύνθετα και επίμονα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Παρότι το τελευταίο διάστημα προβάλλεται έντονα το αφήγημα της «επιστροφής εγκεφάλων», τα πραγματικά δεδομένα δείχνουν μια πιο σύνθετη εικόνα.
Στο νέο επεισόδιο της σειράς podcast της LiFO, «Η κατάσταση των πραγμάτων», η Ντίνα Καράτζιου συνομιλεί με τον Λόη Λαμπριανίδη, οικονομικό γεωγράφο, εκτελεστικό διευθυντή του Παντείου Πανεπιστημίου και επί σειρά ετών καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, ο οποίος έχει μελετήσει ενδελεχώς το φαινόμενο σε επίπεδο τόσο ερευνητικό όσο και πολιτικής σχεδίασης.
Η συζήτηση εκκινεί από το ερώτημα εάν πράγματι υφίσταται σήμερα το λεγόμενο brain regain, το αφήγημα περί «επιστροφής εγκεφάλων», το οποίο προβάλλεται έντονα τους τελευταίους μήνες. Πόσο, όμως, ανταποκρίνεται αυτή η εικόνα στα διαθέσιμα δεδομένα; Επιστρέφουν πράγματι οι νέοι επιστήμονες; Κι αν ναι, με ποιους όρους και προϋποθέσεις;
Πόσο σοβαρά λαμβάνεται υπόψη από την πολιτεία το brain drain ως αναπτυξιακή πρόκληση; Υπάρχουν σήμερα στοχευμένες πολιτικές που μπορούν να αντιστρέψουν ή, έστω, να αναχαιτίσουν την τάση αυτή; Και, κυρίως, πόσο ώριμο είναι το θεσμικό και παραγωγικό περιβάλλον ώστε να δεχτεί πίσω όσους επιστήμονες επιλέξουν να επιστρέψουν;
Μέσα από τη συζήτηση επιχειρείται μια αποτύπωση των πραγματικών διαστάσεων του brain drain: από την ανάλυση των βαθύτερων αιτίων που οδηγούν στη φυγή μέχρι την κριτική αξιολόγηση των πολιτικών που έχουν εφαρμοστεί μέχρι σήμερα για την ανάσχεση ή την αντιστροφή του. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στη συστημική αδυναμία της χώρας να προσφέρει συνθήκες επιστημονικής και επαγγελματικής ολοκλήρωσης σε όσους επιθυμούν να επιστρέψουν, γεγονός που αναδεικνύει την κρισιμότητα μιας ουσιαστικής μεταρρυθμιστικής στρατηγικής και όχι μιας απλής επικοινωνιακής προσέγγισης του ζητήματος. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο κ. Λαμπριανίδης: «Το brain drain είναι κομβικό για να κατανοήσουμε τα δομικά προβλήματα της χώρας και να τα ξεπεράσουμε, άρα, μ’ αυτή την έννοια, προσφέρει πολύ κακές υπηρεσίες κάποιος, είτε είναι η κυβέρνηση είτε είναι τα μέσα, όταν αφήνει τον κόσμο να εφησυχάζει για πράγματα τα οποία δεν είναι για εφησυχασμό».
Η πρόεδρος του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας και επίτιμη αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μαρία Καραμανώφ, εξηγεί γιατί η προστασία του περιβάλλοντος έχει μεταφερθεί από την πολιτική βούληση στις δικαστικές αίθουσες και τι σημαίνει αυτό για τη δημοκρατία και την έννοια της «βιώσιμης ανάπτυξης» στην Ελλάδα.
Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι πολίτες και οργανώσεις καταφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας για να αποτρέψουν καταστροφικές παρεμβάσεις στο περιβάλλον, μια κίνηση που δείχνει όχι μόνο την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση της κοινωνίας αλλά και ένα θεσμικό κενό: τη μετατόπιση της ευθύνης προστασίας του δημόσιου συμφέροντος από εκείνους που χαράσσουν και εφαρμόζουν πολιτικές στους πολίτες και στη Δικαιοσύνη.
Η Ντίνα Καράτζιου συζητά με τη Μαρία Καραμανώφ, πρόεδρο του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας και επίτιμη αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, για τη θεσμική διάσταση αυτής της μετατόπισης και για το τι σημαίνει στην πράξη «βιώσιμη ανάπτυξη» σε μια χώρα όπου η περιβαλλοντική νομοθεσία δοκιμάζεται από την πίεση των επενδύσεων και τη ρητορική της «ισορροπίας».
Στο επίκεντρο της συζήτησης και η λειτουργία κρίσιμων εργαλείων περιβαλλοντικής προστασίας, όπως οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, για τις οποίες η κ. Καραμανώφ σημειώνει: «Η μελέτη ΜΠΕ είναι ίσως το σοβαρότερο εργαλείο που έχει προβλέψει η ενωσιακή και η εθνική νομοθεσία», αλλά «αντιμετωπίζεται ως τυπική, ενοχλητική διαδικασία». Μαζί συζητάμε για τον χωρικό σχεδιασμό, ο οποίος, αντί να λειτουργεί ως εργαλείο ορθολογικής οργάνωσης του χώρου, συχνά γίνεται πρόσχημα διατήρησης των τετελεσμένων.
Όπως επισημαίνει: «Η επιταγή για χωρικό, πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό υπάρχει από το 1975 στο Σύνταγμα· την ανέσυρε από τη λήθη η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και απαίτησε τη σύνταξη πολεοδομικών και χωροταξικών σχεδίων. Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, αυτό που θα μπορούσα να πω είναι ότι όλα τα διαδοχικά νομοθετήματα που θέσπισαν χωροταξικά και πολεοδομικά εργαλεία είχαν έναν κοινό παρονομαστή, την πάση θυσία αποφυγή της διατάραξης των ήδη τετελεσμένων και την απρόσκοπτη συνέχιση της ίδιας τακτικής, τώρα πλέον με την επίφαση και το πρόσχημα χωρικού σχεδιασμού», λέει χαρακτηριστικά η κ. Καραμανώφ.
Η συνέντευξη φωτίζει επίσης το ρόλο της νομολογίας του ΣτΕ ως αντίβαρου σεπολιτικές επιλογές που υποβαθμίζουν τις αρχές της βιωσιμότητας, αλλά και τα όρια αυτής της παρέμβασης. Πόσο μπορεί η Δικαιοσύνη να λειτουργήσει ως φραγμός όταν οι ίδιες οι θεσμικές διαδικασίες αποδυναμώνονται; Και τι επιπτώσεις έχει για τη δημοκρατία η εκ των υστέρων επιβολή άσκησης περιβαλλοντικής πολιτικής, μέσα από δικαστικές αποφάσεις;
Τους τελευταίους μήνες, η ελληνική κτηνοτροφία βρίσκεται στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Από τις επιδοτήσεις-«μαϊμού» του ΟΠΕΚΕΠΕ μέχρι την ευλογιά που έχει αποδεκατίσει χιλιάδες ζώα και τη διαρκή συρρίκνωση του κλάδου, η συγκυρία σκιαγραφεί ένα μέλλον εξαιρετικό αβέβαιο.
Η Ντίνα Καράτζιου συζητά με το Θωμά Μόσχο, εκπρόσωπο μια νέας γενιάς κτηνοτρόφων, τεχνικό σύμβουλο του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας και Πρεσβευτή της Ελλάδας στην Copa Cogeca για τις αλήθειες που δεν βολεύουν, τις χρόνιες παθογένειες του συστήματος και την ανάγκη για γενναίες αλλαγές. «Κανείς δεν γίνεται αγρότης για να δουλεύει 365 μέρες τον χρόνο, με τα λεφτά του να πηγαίνουν στον φραπέ, στον χασάπη και στην Πόπη με τη Φεράρι.», λέει.
Ο πατέρας του, Δημήτρης Μόσχος, αλλά και ο ίδιος, ήταν από τους πρώτους που ανέδειξαν ζητήματα παρατυπιών στις επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ, επιμένοντας δημόσια σε πρακτικές που υπονόμευσαν τους πραγματικούς παραγωγούς.
Η εικόνα που μεταφέρει από την περιφέρεια είναι ζοφερή, με την καθημερινότητα των παραγωγών να γίνεται ολοένα πιο ασφυκτική. Η απουσία ουσιαστικής στήριξης, σε συνδυασμό με τις χρόνιες στρεβλώσεις του συστήματος, έχει οδηγήσει την αγροτική παραγωγή σε οριακό σημείο.
«Αν δεν δοθούν κίνητρα, σε πέντε χρόνια θα έχει απομείνει μόλις το 15% των αγροτών και κτηνοτρόφων που έχουμε σήμερα», αναφέρει.
Μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές των τελευταίων ετών, η ανάγκη για αποκατάσταση του φυσικού τοπίου και του δασικού πλούτου είναι επιτακτική. Μπορεί η φύση να αναγεννηθεί μόνη της ή απαιτείται τεχνητή αναδάσωση; Πότε αφήνουμε τη φυσική αναγέννηση να λειτουργήσει και πότε χρειάζεται παρέμβαση; Τι σημαίνει στην πράξη η αποκατάσταση ενός καμένου οικοσυστήματος και πόσο δύσκολη είναι αυτή η διαδικασία;
Στο νέο επεισόδιο της σειράς «Η κατάσταση των πραγμάτων», η Ντίνα Καράτζιου συζητά με τον Νίκο Γεωργιάδη, υπεύθυνο χερσαίου τμήματος της περιβαλλοντικής οργάνωσης WWF Ελλάς, με αφορμή τις εκτεταμένες πυρκαγιές των τελευταίων ετών και το ερώτημα που παραμένει ανοιχτό: πώς θα καταφέρει η Αττική να αναπνεύσει ξανά; Όπως εξηγεί ο ίδιος, η αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων δεν είναι υπόθεση απλής φύτευσης δέντρων. Δεν φυτεύουμε ό,τι θέλουμε, όπου θέλουμε και όταν θέλουμε – η αναδάσωση, μας λέει, είναι ένα σύνθετο επιστημονικό έργο που απαιτεί γνώση, σχέδιο, χρόνο και συνέπεια.
Το επεισόδιο εξετάζει επίσης τον ρόλο των εθελοντικών ομάδων και των οργανώσεων που αναλαμβάνουν δράσεις αναδάσωσης. Πόσο σημαντικός είναι ο συντονισμός με τις αρμόδιες αρχές, όπως τα κατά τόπους δασαρχεία; Ποια προβλήματα μπορεί να προκύψουν όταν απουσιάζει η επιστημονική καθοδήγηση και ο σχεδιασμός;
Ο Νίκος Γεωργιάδης υπενθυμίζει ότι η φωτιά αποτελεί μεν φυσικό στοιχείο του κύκλου της ζωής πολλών μεσογειακών οικοσυστημάτων, όμως η συχνότητα και η έντασή της έχουν αλλάξει. Η κλιματική κρίση, η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η ανεπαρκής διαχείριση έχουν διαταράξει αυτήν τη φυσική ισορροπία. Σήμερα, το ζητούμενο δεν είναι απλώς να πρασινίσουν ξανά οι καμένες εκτάσεις, αλλά να αποκατασταθεί η οικολογική λειτουργία και η ανθεκτικότητα του τοπίου.
Μπορεί το Κλιματικό Ταμείο να αποτελέσει μια δίκαιη λύση στην ακριβή ενέργεια; Ή μήπως τα €4,78 δισ. που αναλογούν στην Ελλάδα κινδυνεύουν να πάνε χαμένα; Η Ντίνα Καράτζιου μιλά με την Ιωάννα Σούκα, αναλύτρια Ενεργειακής Πολιτικής στο Green Tank.
Τον Ιούλιο του 2024, η ελληνική κυβέρνηση έθεσε σε δημόσια διαβούλευση το φιλόδοξο Κοινωνικό Κλιματικό Σχέδιο. Με προϋπολογισμό που φτάνει τα 4,78 δισ. ευρώ, φιλοδοξεί να στηρίξει την κοινωνία έναντι των αυξημένων κλιματικών και οικονομικών πιέσεων της επόμενης δεκαετίας. Πίσω από τα νούμερα όμως, προκύπτουν κρίσιμα ερωτήματα: πώς θα αξιοποιηθούν οι πόροι αυτοί; Ποιοι πραγματικά θα ωφεληθούν; Και ποιος είναι ο ρόλος των πολιτών σε αυτήν τη νέα σελίδα της ενεργειακής μετάβασης;
Το Σχέδιο αυτό συνδέεται άμεσα με μια μεγάλη αλλαγή που φέρνει η Ευρωπαϊκή Ένωση: από το 2027 επεκτείνεται το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών, το λεγόμενο ΣΕΔΕ2, στα κτίρια και στις οδικές μεταφορές. Ουσιαστικά, ένας «φόρος άνθρακα» θα ενσωματωθεί στις τιμές του πετρελαίου θέρμανσης, του φυσικού αερίου και των άλλων συμβατικών καυσίμων, οδηγώντας σε αυξήσεις που το πιθανό είναι να μετακυλιστούν στους καταναλωτές.
Σε αυτό το επεισόδιο, συζητάμε με την Ιωάννα Σούκα, αναλύτρια Ενεργειακής Πολιτικής στο Green Tank, για τις δυνατότητες αλλά και για τις αδυναμίες του ελληνικού σχεδίου, για τις κοινωνικές επιπτώσεις του ΣΕΔΕ2 και για το πώς η Ελλάδα μπορεί να αξιοποιήσει έως και 15,5 δισ. ευρώ για μια πραγματικά δίκαιη και βιώσιμη μετάβαση.
Ζούμε σε μια εποχή που όλα αλλάζουν. Οι πόλεις, οι άνθρωποι, το περιβάλλον γύρω μας. Ποια είναι, όμως, η κατάσταση των πραγμάτων;
Στη νέα σειρά podcast της LIFO, η δημοσιογράφος Ντίνα Καράτζιου ανοίγει τον διάλογο για τις μεγάλες αλλαγές στον αστικό χώρο, την κοινωνία, την οικονομία και την οικολογία. Με ειδικούς, επιστήμονες, πολίτες και ανθρώπους που διαμορφώνουν το μέλλον.
Η κατάσταση των πραγμάτων. Με τη Ντίνα Καράτζιου. Κάθε εβδομάδα, εκεί που οι εξελίξεις συναντούν την ερευνητική δημοσιογραφία.